- φίλοπλος
- φίλοπλοςloving armsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φίλοπλος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά τα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. χαλκέ οπλος] … Dictionary of Greek
φίλοπλον — φίλοπλος loving arms masc/fem acc sg φίλοπλος loving arms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπλοις — φίλοπλος loving arms masc/fem/neut dat pl φιλόπλους familiar with sailing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπλου — φίλοπλος loving arms masc/fem/neut gen sg φιλόπλους familiar with sailing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπλους — φίλοπλος loving arms masc/fem acc pl φιλόπλους familiar with sailing masc/fem nom pl φιλόπλους familiar with sailing masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπλων — φίλοπλος loving arms masc/fem/neut gen pl φιλόπλους familiar with sailing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλοπλοι — φίλοπλος loving arms masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλία — ἡ, Α [φίλοπλος] πιθ. ένωση υπέρ τών ξιφομάχων … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek